- αὐθημερεί
- αὐθημερ-εί or [suff] αὐθημερ-ί, Adv.A = αὐθημερόν, Inscr.Prien.28.17 (ii B. C.), IG 2.471.71, 3.73, v.l. in Sch.Aeschin.1.128.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.